- διαπίστευμα
- το см. διαπιστευτήριο[ν]
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαπίστευμα — ( ατος), το αυτό που παρέχει εμπιστοσύνη ή εγγύηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. διαπιστεύματα μαρτυρείται από το 1887 στον Β. Κούβελο] … Dictionary of Greek